- φορτσάτος
- hızlı, güçlü, kuvvetli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φορτσάτος — η, ο, και διαλ. τ. φορτσάδος, α, ο, Ν ορμητικός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzato] … Dictionary of Greek
φορτσάτος — ο βλ. φορτσάδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάδος — α, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. φορτσάτος … Dictionary of Greek
φορτσάδος — φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο (για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)